- γρηγορεύω
- 1. μετ. ускорять;2. αμετ. 1) ускоряться; 2) спешить, торопиться;
γρηγορεύομαι см. γρηγορεύω 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρηγορεύομαι см. γρηγορεύω 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρηγορεύω — 1. μτβ., επιταχύνω κάτι: Γρηγορεύω το βήμα μου. 2. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι: Γρηγόρευε να φύγει, γιατί ερχόταν βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρηγορεύω — και γληγορεύω 1. επιταχύνω κάτι 2. αναπτύσσω ταχύτητα, σπεύδω … Dictionary of Greek